Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2016

Τζορτζ Μπεστ - Το πέμπτο σκαθάρι

Τζορτζ Μπεστ - Το πέμπτο σκαθάρι



«Υπάρχουν τρεις τρόποι για να πετύχει κανείς ένα γκολ: Ο εύκολος, ο δύσκολος και ο τρόπος του Μπεστ». Δεν θυμάμαι ακριβώς από ποιο στόμα βγήκε αυτή η τόσο εύστοχη παρατήρηση, αλλά σίγουρα αντικατοπτρίζει το ποδοσφαιρικό μεγαλείο εκείνου το φανταστικού Β. Ιρλανδού ποδοσφαιριστή.
Δυστυχώς, όταν ο άσος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και της Εθνικής Β. Ιρλανδίας μεγαλουργούσε στα γήπεδα της Αγγλίας και όλης της Ευρώπης, ο πατέρας μου δεν είχε καν γνωρίσει τη μητέρα μου. Και όταν το 1983 αγωνίστηκε για τελευταία φορά σαν επαγγελματίας με την φανέλα της Μπόρνμουθ, μόλις είχα κλείσει τα 5. Ευτυχώς που η τεχνολογία κάνει θαύματα στις μέρες μας, και μετά από επίπονη και συστηματική προσπάθεια κατόρθωσα να συλλέξω σχεδόν όλα τα παιχνίδια του αείμνηστου Μπεστ. Ώρες ατελείωτες ξόδεψα χαζεύοντας μπροστά στην οθόνη, τις περίτεχνες ενέργειες και τα ασύλληπτα γκολ ενός γητευτή της μπάλας, που παρόλο που δεν είχε μελαψό δέρμα και δεν καταγόταν από την Λατινική Αμερική, θα μπορούσε άνετα να μπει στο πάνθεον των 5 καλύτερων ποδοσφαιριστών του κόσμου.
Η ιστορία της ζωής του αποτελεί σενάριο ταινίας. Γεννήθηκε στο ταλαιπωρημένο Μπέλφαστ από τον λιμενεργάτη Ντίκι και την εργάτρια σε καπνοβιομηχανία Άννα το φθινόπωρο του 1946. Μέλος μιας πολυπληθούς οικογένειας που με το ζόρι τα έβγαζε πέρα. Λεπτός λες και με το παραμικρό θρόισμα του ανέμου, θα μπορούσε να σκορπίσει σε χίλια κομμάτια. Αλλά με τεράστιο ταλέντο. Τέτοιο που όταν έπαιζε με τους φίλους του στην αλάνα της γειτονιάς του, «ανάγκαζε» τους γείτονες και τους περαστικούς να παρακολουθούν με αμείωτο ενδιαφέρον την εξέλιξη του αγώνα.
Πριν καλά-καλά συμπληρώσει τα 13 του χρόνια, ο τεχνικός της Κρέγκαχ, Μπόις Χιού ΜακΦάρλαν πείθει τον Μπεστ να ενταχθεί στην ομάδα. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, ο σκάουτερ της Μ. Γιουνάιτεντ Μπομπ Μπίσομπ, βρίσκεται στις κερκίδες για να παρακολουθήσει από κοντά το ανερχόμενο αστέρι. Σίγουρος για τις ικανότητες του Μπεστ, εισηγείται σον Ματ Μπάσμπι την απόκτηση του, αγνοώντας την κρίση των παραγόντων της εθνικής Β. Ιρλανδίας αλλά και της Λιντς. «Πολύ μικρός, πολύ ελαφρύς και χωρίς τα φυσικά προσόντα να παίξει», είχαν αποφανθεί τότε χωρίς να γνωρίζουν πόσο έξω θα έπεφταν στη συνέχεια.
Τον Ιούλιο του 1961, ο Μπεστ μπαίνει στο φέρυ - μπόατ για το Μάντσεστερ αλλά προτού προλάβει να πατήσει το χορτάρι του γηπέδου, αποφασίζει να γυρίσει πίσω στο Μπέλφαστ. Όση άνεση και αυτοπεποίθηση ένιωθε εντός αγωνιστικού χώρου, άλλη τόση ανασφάλεια ένιωθε εκτός αυτού. Ήταν ένα συναίσθημα που θα τον ακολουθούσε σε όλη την καριέρα του σαν ποδοσφαιριστής, και που θα τον οδηγούσε τελικά στο αυτοκαταστροφικό μονοπάτι της αποξένωσης και του αλκοολισμού. Τελικά, ο πατέρας του φρόντισε να βάλει τον μικρό στον σωστό δρόμο, και έπειτα από νέα επικοινωνία με τον Ματ Μπάσμπι κατάφερε να τον βάλει ξανά στο καράβι για το Μάντσεστερ. Το ταξίδι προς τη δόξα είχε ήδη ξεκινήσει.
Όπως λέει και ένα σοφό γνωμικό «Κάθε αρχή και δύσκολη» και φυσικά το ξεκίνημα του νεαρού Μπεστ στους «μπέμπηδες» δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Αν και δουλεύει σκληρά, στα τρία χρόνια που πέρασαν από τότε που μετακόμισε στο Μάντσεστερ, δεν έχει καταφέρει να αγωνιστεί ακόμα στην πρώτη ομάδα και ήδη ο πατέρας του προετοιμάζει το έδαφος για την επιστροφή του νεαρού Μπεστ στο Μπέλφαστ. Μάλιστα, του είχε εξασφαλίσει και δουλεία σε ένα τυπογραφείο της γειτονιάς, ωστόσο ο Μπάσμπι είχε διαφορετική άποψη. «Δεν πρόκειται να τη χρειαστεί» είχε πει σε ιδιωτική συνομιλία με τον Ντίκι Μπεστ και σχεδόν αμέσως έκανε το λόγο του πράξη. Το καλοκαίρι του 1963 υπογράφει επαγγελματικό συμβόλαιο με την ομάδα και κάνει το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα απέναντι στη Γουέστ Μπρόμγουιτς, στις 14 Σεπτεμβρίου. Ο ίδιος δεν το περίμενε, καθώς δεν συμπεριλαμβανόταν στην αρχική ενδεκάδα, αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Ο Ίαν Μόιρ τραυματίστηκε λίγο πριν την έναρξη του παιχνιδιού, και ο Μπάσμπι δίνει εντολή στον νεαρό Μπεστ να βγει για ζέσταμα με τους βασικούς. Η Γιουνάιτεντ κερδίζει το παιχνίδι με 1-0 και ο νεαρός Μπεστ βγάζει μάτια με την απόδοση του σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, αλλά ο ίδιος δεν δείχνει ευχαριστημένος. Στο επόμενο παιχνίδι σαν βασικός εναντίον της Μπάρνλεϊ ο Μπεστ, πετυχαίνει το πρώτο του γκολ και οι «μπέμπηδες» κερδίζουν με 5-1. Από τότε και έπειτα ο Μπεστ θα ξεχάσει τι πάει να πει πάγκος.
Το παιχνίδι που καθιέρωσε τον Τζορτζ Μπεστ στην συνείδηση όλης των Άγγλων φιλάθλων, έμελλε να έρθει ακριβώς ένα χρόνο αργότερα. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1964, η Τσέλσι υποδέχεται την Μάντσεστερ στο Στάμφορντ Μπριζ. Το γήπεδο έχει κατακλυστεί από 62.000 θεατές και όλοι αναμένουν με αγωνία την έναρξη του αγώνα. Οι «κόκκινοι διάβολοι», έπειτα από σπουδαίο παιχνίδι, επικρατούν με 2-0 και ο Μπεστ δίνει το προσωπικό του ρεσιτάλ στον αγωνιστικό χώρο. Στο τέλος αποθεώνεται από όλο το γήπεδο και ο ίδιος παραδέχεται - αργότερα σε συνέντευξη του- ότι η ατμόσφαιρα του γηπέδου και το όνομα του αντιπάλου κατά κάποιον τρόπο τον συγκινούσαν. Στην κυριολεξία, ζούσε και πέθαινε γι’ αυτές τις αναμετρήσεις. Όμως τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμα. θα ερχόντουσαν δυο χρόνια αργότερα.
Στις 9 Μαρτίου του 1966 στο - γνωστό πλέον σε όλους τους Έλληνες - Ντα Λουζ της Λισσαβόνας η Μπενφίκα υποδέχεται την Γιουνάιτεντ για τα προημιτελικά του κυπέλου πρωταθλητριών. Οι «μπέμπηδες», αν και δεν το παραδέχονταν, φοβούνταν ιδιαίτερα το παιχνίδι, και όχι αδίκως. Οι «αετοί» διέθεταν ένα αξιοζήλευτο σύνολο, και είχαν αποδειχθεί σκληρό καρύδι στο πρώτο αγώνα στο Μάντσεστερ όπου οι Άγγλοι επικράτησαν με 3-2. Ο Μπάσμπι εφιστά την προσοχή των παικτών του στο να μην παρασυρθούν και να μείνουν συγκεντρωμένοι, διότι οι Πορτογάλοι δεν αστειεύονταν. Φυσικά ο Μπεστ είχε γράψει στα παλιά του τα παπούτσια τις οδηγίες του προπονητή του, και πριν καλά-καλά συμπληρωθούν 12 λεπτά παιχνιδιού, έχει ήδη «τρυπήσει» δύο φορές την άμυνα της Μπενφίκα. Τελικά η Μάντσεστερ συντρίβει με 5-1 τους Πορτογάλους και την επόμενη μέρα, όλες οι ντόπιες εφημερίδες κάνουν λόγο για τον «Ελ Μπιτλ», λόγω του παρουσιαστικού του Μπεστ που ταίριαζε κατάλληλα με το στυλ της μεγάλης μπάντας απ’ το Λίβερπουλ, η οποία μεσουρανούσε εκείνη την εποχή. Κατά την επιστροφή της ομάδας στο Μάντσεστερ, ο κόσμος έχει πλημμυρίσει το αεροδρόμιο και μόλις ο Μπεστ κατεβαίνει τη σκάλα φορώντας στο κεφάλι ένα σομπρέρο, οι ρεπόρτερ τρίβουν τα χέρια τους. Το «πέμπτο σκαθάρι» όπως τον ονόμασαν, είχε πραγματοποιήσει ίσως την καλύτερη εμφάνιση σε όλη την καριέρα του σαν ποδοσφαιριστής και δικαίως απολάμβανε τη διεθνή καταξίωση. Τα φώτα της δημοσιότητας ζαλίζουν το νεαρό στράικερ. Γίνεται πρωτοσέλιδο, και οι προτάσεις για διαφημίσεις έρχονται η μία μετά την άλλη. Το αγγλικά ταχυδρομεία, μεταφέρουν με ειδικό φορτηγάκι τα γράμματα που καταφθάνουν σωρηδόν από χιλιάδες νεαρές θαυμάστριες. Ο Μπεστ είναι πλέον μόδα. Το «σταρ σύστεμ» της εποχής δεν ήταν έτοιμο να διαχειριστεί τόση δημοσιότητα, και φυσικά εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν οι ασφαλιστικές δικλείδες που υπάρχουν σήμερα και προστατεύουν τους παίκτες σε ανάλογες περιπτώσεις. Κάπου εκεί ο Μπεστ, μυείται στο κόσμο του αλκοολισμού.
Εκείνα τα χρόνια, ήταν γενικά αποδεκτό για όλους τους παίκτες να πίνουν ένα και δύο ποτηράκια. Γενικά η ζωή των ποδοσφαιριστών τότε, δεν απαιτούσε τόσες θυσίες όσο απαιτεί σήμερα. Οι ρυθμοί του αθλήματος εκείνης της εποχής, δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τις αυξημένες υποχρεώσεις των παικτών του σύγχρονου ποδοσφαίρου, τόσο αγωνιστικά όσο και έξω-αγωνιστικά. Ο Μπεστ, γέννημα θρέμμα του Μπέλφαστ είχε μεγαλώσει στην ανέχεια και τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν και τα καλύτερα. Από μικρός ένιωθε μοναξιά και όταν μεγάλωσε άρχισε να πνίγει την μοναξιά του στο ποτό. Αργότερα, θα έπινε και για ρίξει κάποια κοπέλα σ’ ένα μπαρ αλλά ποτέ πριν από αγώνα. Ήθελε πάντα να είναι ο καλύτερος και για να το κάνει αυτό, έπρεπε να μένει νηφάλιος. Το ποδόσφαιρο ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο έκοβε το ποτό. Ήταν το μόνο πράγμα που τον έκανε να νιώθει ζωντανός.
Αγωνιστικά, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για τους «μπέμπηδες». Η Γιουνάιτεντ αποκλείστηκε από την Παρτιζάν στα ημιτελικά του κυπέλου πρωταθλητριών και έχασε το πρωτάθλημα. Ο Μπεστ υπέφερε από ένα τραυματισμό στο γόνατο, με συνέπεια να χάσει πολλά παιχνίδια. Απαλλαγμένος από τις αγωνιστικές υποχρεώσεις, άρχισε τα ταξίδια ανά τον κόσμο. Σε ένα από αυτά γνώρισε την Μαγιόρκα, τον προσωπικό του παράδεισο όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια. Ατέλειωτα ξενύχτια, αμέτρητες γυναίκες και άφθονο αλκοόλ ήταν σε ημερησία διάταξη στη ζωή του Μπεστ. Όταν ο Μπάσμπι τον καλούσε στο γραφείο του για τον καθιερωμένο «εξάψαλμο», ο Μπεστ έμοιαζε να ακούει με προσοχή τις παρατηρήσεις του. Στην πραγματικότητα όμως, μετρούσε τα ζωάκια που βρίσκονταν στην ταπετσαρία του τοίχου, ακριβώς από πίσω από το γραφείο του προπονητή. Όταν κάποτε ρώτησαν τον Μπεστ τι θυμάται περισσότερο από εκείνες τις «συζητήσεις», εκείνος απάντησε: «Μια φορά η κατσάδα και το βρίσιμο ήταν τόσο μεγάλης διάρκειας, που πρόλαβα να μετρήσω όλα τα ζωάκια στην ταπετσαρία», προκαλώντας τα γέλια των παρευρισκομένων.
Το 1968 ήταν η χρονιά ορόσημο στην ιστορία της Μάντσεστερ, αφού συμπληρώνονταν 10 χρόνια από το τραγικό δυστύχημα του Μονάχου το 1958. Ο Μπάσμπι, ένας από τους διασωθέντες της αεροπορικής τραγωδίας είχε δώσει την υπόσχεση, ότι μετά από 10χρόνια η Γιουνάιτεντ θα κατακτούσε το πρωτάθλημα Ευρώπης. Είχε έρθει λοιπόν η στιγμή, να αποδείξει ότι το εννοούσε. Το στοίχημα ήταν μεγάλο, αλλά οι «κόκκινοι διάβολοι» δείχνουν αποφασισμένοι. Αφού ξεπέρασαν εύκολα το εμπόδιο της Μαλτέζικης Χιμπέρνιαν και εν συνεχεία τη Σαράγεβο, στα ημιτελικά βρίσκονται αντιμέτωποι με το «θηρίο» που λεγόταν Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Μπάσμπι δείχνει ανήσυχος, έπειτα και από το ρευστό 1-0 του Όλντ Τράφορντ, με γκολ του Μπεστ. Στον επαναληπτικό της Μαδρίτης, οι φόβοι του επιβεβαιώνονται. Οι Άγγλοι βρίσκονται πίσω στο σκορ με 3-1 στο ημίχρονο και οι Ισπανοί μοιάζουν το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Στο δεύτερο ημίχρονο όμως η Γιουνάιτεντ με αντεπίθεση διαρκείας, γυρίζει το παιχνίδι ισοφαρίζοντας σε 3-3 και παίρνει πανηγυρικά την πρόκριση για τον τελικό της διοργάνωσης, οπού θα βρει αντιμέτωπη για άλλη μια φορά με την Μπενφίκα. Ο μεγάλος τελικός ξεκινά με τους μπέμπηδες να παίρνουν από νωρίς το προβάδισμα με γκολ του Μπόμπι Τσάρλτον. Όμως οι Πορτογάλοι ισοφαρίζουν και στέλνουν τα ματς στην παράταση. Εκεί, αναλαμβάνει δράση ο Μπεστ, ο οποίος με ένα πανέμορφο πλασέ και αφού πρώτα είχε αδειάσει τον τερματοφύλακα της Μπενφίκα, δίνει ξανά το προβάδισμα στους «κόκκινους διάβολους». Οι Πορτογάλοι καταρρέουν και οι Άγγλοι σημειώνουν άλλα 2 τέρματα για να επικρατήσουν τελικά με 4-1. Η Μάνστεστερ, κατακτά την κορυφή της Ευρώπης, ακριβώς όπως είχε υποσχεθεί ο Μπάσμπι. Ο Μπεστ, την ίδια χρονιά ανακηρύσσεται καλύτερος παίκτης, τόσο στην Αγγλία όσο και στην Ευρώπη. Η αντίστροφη μέτρηση όμως για κείνον έχει αρχίσει. 
Τα χρόνια που ακολούθησαν, βρήκαν τους πρωταθλητές Ευρώπης σκιά του καλού τους εαυτού. Ο Μπάσμπι είχε γεράσει και αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα με την υγεία του. Η Μάντσεστερ αναζητούσε λύση για τον πάγκο αλλά κανένας δεν ήθελε να έχει τον Μπάσμπι πάνω από το κεφάλι του. Η διοίκηση της ομάδας δεν έκανε ανανέωση με παίκτες που θα μπορούσαν έστω και να συγκριθούν με τις δόξες του παρελθόντος και η πτώση είχε αρχίσει. Ο Μπεστ μοιάζει να παλεύει μόνος του. Σκοράρει σε πολλούς αγώνες, αλλά εξαιτίας των πολλών προβλημάτων που μαστίζουν την ομάδα, γίνεται καταθλιπτικός και είναι επιρρεπής σε ακραίες ενέργειες. Οι αποβολές πέφτουν βροχή για τον άσσο της Γιουνάιτεντ, ο οποίος βρίσκει καταφύγιο στο ποτό. Από κει και έπειτα, θα μετατραπεί σε ξένο σώμα για τον σύλλογο. Χάνει προπονήσεις, και είναι αδικαιολόγητα απών από μεγάλα ματς. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς, είναι το περιστατικό του 1971, όπου σε ένα αγώνα ενάντια στην Τσέλσι και ενώ η αποστολή της Μάντσεστερ έχει επιβιβαστεί στο τρένο για το Λονδίνο, εκείνος ζει τον παράφορο έρωτα του με την ηθοποιό Σίνεντ Κιούζακ. Τα Αγγλικά τάμπλοιντς οργιάζουν και η διοίκηση των τιμωρεί με αποκλεισμό 2 αγωνιστικών. Δεν μοιάζει να πτοείται και συνεχίζει τον άσωτο βίο του. Όπως εξομολογείται στο στενό του περιβάλλον, η Γιουνάιτεντ δεν αποτελεί πια γι’ αυτόν πόλο έλξης. Από το κρεβάτι του θα περάσουν κάμποσες σταρ της εποχής, και τα σκουπίδια έξω από το σπίτι του είναι γεμάτα από άδειες μπουκάλες ουίσκι. Παραδέχεται, ότι καταναλώνει τουλάχιστον ένα μπουκάλι σε καθημερινή βάση. Σκέφτεται προς στιγμήν, να σταματήσει να αγωνίζεται για τους «μπέμπηδες» αλλά σύντομα αναθεωρεί.
Στο τέλος της περιόδου του 1972, η διοίκηση της ομάδας τον βάζει στη λίστα των υπό μεταγραφή παικτών. Ήταν ένα ισχυρό σοκ που συγκλόνισε τον Μπεστ, με αποτέλεσμα την επόμενη περίοδο να δηλώσει παρών στην προετοιμασία της ομάδας και να ξαναπαίξει σε κάποια παιχνίδια. Για άλλη μια φορά όμως, το ποτό τον ξανακερδίζει και τα πρόστιμα πέφτουν βροχή. Τον Ιανουάριο του 1973 φαίνεται ότι έχει πιάσει πάτο. Κατηγορείται για επίθεση εναντίον μιας σερβιτόρας και τον δικαστήριο τον κηρύσσει ένοχο, πλήττοντας σοβαρά την ήδη κατηφορική πορεία της καριέρας του. Τον Ιανουάριο του 1974, παίζει το τελευταίο του παιχνίδι με τα χρώματα της Μάντσεστερ. Κάπου εκεί αρχίζει το γαϊτανάκι.
Αγωνίζεται στις: Τζιούις Γκλιντ, Στόκπορτ Κάουντι, Κόρκ Σέλτικ, Φούλαμ, Χιμπέρνιαν, Μπόρνμουθ, Μπρίσμπεϊν Λάιονς, Λος Άντζελες Άζτεκς, Φορτ Λότερντεϊλ Στράικερς, Σαν Χοσέ Έρθκουέικς και πολλές άλλες ομάδες σε φιλικά ή παιχνίδια επιδείξεων. Αν εξαιρεθούν οι Φούλαμ, Χιμπέρνιαν και Άζτεκς στις υπόλοιπες ομάδες είχε το πολύ ένα-δυο εμφανίσεις. Οι διοικήσεις των ομάδων του έλεγαν απλά να εμφανιστεί στο γήπεδο την ημέρα του αγώνα. Τα γήπεδα γέμιζαν μόνο και μόνο για να δουν τον Μπεστ. Μετά είτε τον έδιωχναν με τη δικαιολογία ότι πίνει είτε ο ίδιος αποχωρούσε. Οι συμφωνίες άλλωστε είχαν να κάνουν με πληρωμή ανά παιχνίδι.
Το 1978 αν και χάνει τη μητέρα του από αλκοολισμό, δεν παραδειγματίζεται και εξακολουθεί να πίνει συνεχώς. Το 1983, παίζει το τελευταίο του παιχνίδι σαν επαγγελματίας με την Μπόρνμουθ και ενώ δυο χρόνια νωρίτερα το Βρετανικό δημόσιο τον έχει κηρύξει σε πτώχευση λόγω χρεών στην εφορία. Το 1984 φυλακίζεται για τρεις μήνες, με την κατηγορία της οδήγησης σε κατάσταση μέθης. Το 1985 και αφού έχει περάσει πολλές περιπέτειες, αποφασίζει να εργαστεί σαν σχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων. Το 1990 γελοιοποιείται διεθνώς, όταν εμφανίζεται σε μια τηλεοπτική εκπομπή μεθυσμένος, βρίζοντας όποιον έβλεπε μπροστά του. Με την βοήθεια της τότε κοπέλας του Μαίρη Σατίλα, κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια να κόψει το ποτό και καταφέρνει να αποσύρει την κήρυξη σε πτώχευση. Ξεκινάει περιοδείες σε όλο τον κόσμο, κερδίζοντας πολλά χρήματα τα οποία όμως χάνει στο ποτό, στο τζόγο και τις γυναίκες. Το 1995 παντρεύτηκε την κατά 26 χρόνια μικρότερη του Άλεξ Πέρσεϊ. Ήταν ο δεύτερος γάμος του μετά από αυτόν με την Άντζελα Μακ Ντόναλντ το 1978 με την οποία απέκτησε το 1981 το μοναδικό του παιδί τον Κάλουμ.
Το 2001 η εκπομπή Μάντσεστερ Ίβινινγκ Νιουζ Σάντεϊ Πίνκ Πάνελ τον ανακηρύσσει κορυφαίο ποδοσφαιριστή της Μάντσεστερ την τελευταία πεντηκονταετία. Το 2002 νοσηλεύεται με προβλήματα στο συκώτι. Οι γιατροί του συστήνουν να σταματήσει το ποτό. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία δέκα κυρίως χρόνια της ζωής του έκανε πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να κόψει το ποτό. Καταφέρνει για ένα διάστημα να στρώσει τη ζωή του σταματάει το ποτό και κάνει μεταμόσχευση ήπατος το 2002.
Κερδίζει το βραβείο για την προσωπικότητα της χρονιάς που απονέμει το  BBC, αρθρογραφεί, συμμετέχει στις εκπομπές του Σκάι Σπορτς και όλα δείχνουν να έχουν πάρει επιτέλους, καλή τροχιά. Το 2003 ανακοινώνει ότι λόγω οικονομικών προβλημάτων πουλάει τα μετάλλια του και ξαναπέφτει στο ποτό. Το 2004 η Άλεξ τον χωρίζει μετά από μια κλήση που πήρε επειδή οδηγούσε μεθυσμένος.
Την 1η Οκτωβρίου 2005, εισάγεται στο νοσοκομείο υποφέροντας από λοίμωξη των νεφρών. Στις 25 Νοεμβρίου στον κρισιμότερο αγώνα της ζωής του ενάντια στο θάνατο, ηττάται και αφήνει την τελευταία του πνοή στις 12:55 μμ.
Λίγους μήνες πριν από το μοιραίο, ο Τζορτζ Μπεστ είχε παραχωρήσει συνέντευξη σε ένα από τα μεγαλύτερα Ιταλικά περιοδικά, όπου χαρακτήριζε την ζωή του, υπέροχη. «Δεν πιστεύω ότι κατέστρεψα αυτό που ονομάζουμε ταλέντο. Έπαιξα δώδεκα χρόνια στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και κέρδισα τα πάντα. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο εκτός ίσως από το να παίξω ποδόσφαιρο για μεγαλύτερο διάστημα σε υψηλό επίπεδο. Όμως έπαιξα στις Η.Π.Α για οκτώ χρόνια, όπου πέρασα πραγματικά σπουδαία. Πραγματοποίησα όλα όσα είχα σκοπό να κάνω. Είναι αλήθεια φίλε μου, η ζωή μου ήταν πραγματικά σπουδαία. Όταν ξεκίνησα, η Αγγλία ήταν σπουδαίο μέρος. Ο κόσμος άρχισε να αφήνει τα μαλλιά του μακριά - όπως και εγώ - η μουσική υπέροχη και η μόδα εκθαμβωτική. Ακόμα και το ποδόσφαιρο δεν ήταν κακό. Κερδίσαμε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο, και κάθε χρόνο πρωταθλήτρια Αγγλίας ήταν και μια διαφορετική ομάδα. Τώρα υπάρχει μόνο η Άρσεναλ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Είναι πραγματικά βαρετό... Στο ντεμπούτο μου με την φανέλα της Μάντσεστερ, ότι ονειρεύτηκα στη ζωή μου ήταν πραγματικότητα. Είχα ονειρευτεί να παίξω ποδόσφαιρο με τους καλύτερους και η Μάντσεστερ ήταν πραγματικά η καλύτερη. Θυμάμαι κάθε λεπτό, κάθε εικόνα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις κραυγές των οπαδών της Μάντσεστερ. Προχωρούσα στο τούνελ και όσο έφτανα προς τον αγωνιστικό χώρο, γινόντουσαν όλο και πιο δυνατές. Ήταν η μέρα μου και όταν το παιχνίδι τελείωσε, δεν τα είχα πάει άσχημα. Ένιωθα ηλεκτρισμένος».
Ο Τζορτζ Μπεστ, αποτέλεσε ίνδαλμα για πολλούς παίκτες της μετέπειτα εποχής. Ο τρόπος που κινείτο εντός του γηπέδου, σε συνδυασμό με την ταχύτητα, την απαράμιλλη τεχνική, και το φαρμακερό σουτ προσέδωσαν στον βασιλιά των σπορ τη φινέτσα και το κύρος που τόσο του έλειπαν. Ίσως αυτή η άποψη να βρίσκει αντίθετους, πολλούς λάτρεις της στρογγυλής θεάς. Κάποιοι θα πουν για το άστρο του Βραζιλιάνου βιρτουόζου της μπάλας Πελέ. Άλλοι πάλι θα αναφερθούν στην άστατη ζωή του Β. Ιρλανδού άσσου και στη σπατάλη μιας λαμπρής καριέρας. «Όταν όλα τελειώσουν, ο κόσμος θα με θυμάται μόνο για όσα έκανα εντός γηπέδου και όχι για όλα αυτά που έκανα εκτός αυτού», είχε πει κάποτε προφητικά ο αείμνηστος Μπεστ.
Η δική μου γνώμη είναι ότι το ταλέντο του Μπεστ, έμεινε αξεπέραστο μέχρι και την έλευση του μοναδικού Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Και αφού ο ίδιος ο Ντιεγκίτο, είχε παραδεχτεί σε συνέντευξη του ότι ο Μπεστ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για κείνον, είμαι υποχρεωμένος να συμφωνήσω ότι ο Τζορτζ Μπεστ έρχεται δεύτερος μόνο μετά τον αργεντινό «ημίθεο».

Δεν υπάρχουν σχόλια: